αρχεδίκης

αρχεδίκης
ἀρχεδίκης, ο (Α)
ο νόμιμος ιδιοκτήτης, αυτός που κατέχει κάτι εξαρχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχε-* + -δίκης < δίκη (πρβλ. αγωνοδίκης, ειρηνοδίκης κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀρχεδίκης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρχεδίκης — Ἀρχεδίκη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχεδικᾶν — ἀρχεδίκης masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχεδικῶν — ἀρχεδίκης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχεδίκη — ἀρχεδίκης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχεδίκην — ἀρχεδίκης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχεδίκαν — ἀρχεδίκᾱν , ἀρχεδίκης masc acc sg (epic doric aeolic) ἀρχεδίκης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχε- — (AM ἀρχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη μορφή αρχε ως α συνθετικό εμφανίζεται ένας μικρός σχετικά αριθμός συνθέτων λέξεων της Ελληνικής, της αρχαίας κυρίως, απ όπου μερικές διατηρήθηκαν και στη νέα Ελληνική, των οποίων το β συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”